γαϊτανώνω

γαϊτανώνω
[γαϊτάνι]
διακοσμώ με γαϊτάνι την άκρη υφάσματος ή ενδύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαϊτανώνω — διακοσμώ φόρεμα ή ύφασμα με γαϊτάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαϊτάνωτος — και ιστος, η, ο [γαϊτανώνω] (για ρούχα) αυτός που δεν στολίστηκε στις άκρες του με γαϊτάνι, που δεν έχει ραμμένο ολόγυρα γαϊτάνι …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανωτός — ή, ό [γαϊτανώνω] 1. στολισμένος με γαϊτάνι 2. πλεγμένος σαν γαϊτάνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”